2. Η χαμηλή HDL-C δεν έχει τις ίδιες επιπτώσεις στα παιδιά όπως στους ενήλικες: Πάνω από το 50% των παιδιών με χαμηλά επίπεδα HDL-C έχουν φυσιολογικά επίπεδα HDL-C ως ενήλικες. Επιπλέον, οι χαμηλές τιμές HDL-C δεν αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα του συνδρόμου αντίστασης στην ινσουλίνη στα παιδιά. Στα παιδιά η παχυσαρκία και η υπερτριγλυκεριδαιμία είναι οι καλύτεροι προγνωστικοί παράγοντες της αντίστασης στην ινσουλίνη.
3. Τα επίπεδα λιπιδίων ποικίλλουν ανάλογα με το φύλο: Καθ' όλη τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας, τα επίπεδα χοληστερόλης στο πλάσμα τείνουν να είναι υψηλότερα στα κορίτσια παρά στα αγόρια.
4. Τα παιδιά θα πρέπει να ακολουθούν την κανονική τους διατροφή τις τελευταίες 4-6 εβδομάδες πριν από τη μέτρηση των λιπιδίων. Πρόσφατες αλλαγές στη διατροφή που μπορεί να αλλάξουν τα επίπεδα λιπιδίων αποτελούν ένδειξη για την αναβολή της εξέτασης.
5. Οι μετρήσεις της χοληστερόλης (TC) και της HDL-C δεν απαιτούν νηστεία. Ωστόσο, η μέτρηση των τριγλυκεριδίων (TG) και ο υπολογισμός της LDL-Cμε τον τύπο Friedwald [LDL-C=TC-(HDL-C+TG/5)] απαιτούν νηστεία ολονύκτιας διάρκειας τουλάχιστον 8 ωρών, κατά προτίμηση 12-14 ωρών.
6. Πρόσφατη σοβαρή ασθένεια (π.χ. νοσηλεία εντός των τελευταίων 4-6 εβδομάδων) αποτελεί αντένδειξη για τον έλεγχο των λιπιδίων, επειδή το σημαντικό stress μπορεί επίσης να οδηγήσει σε παροδικές μειώσεις ή παροδικές ανωμαλίες των επιπέδων των λιπιδίων. Κατά τη διάρκεια οξείας νόσου, τα λιπίδια δεν πρέπει να μετρώνται, εκτός εάν πιστεύεται ότι η υπερτριγλυκεριδαιμία είναι η υποκείμενη αιτία της νόσου (π.χ. παγκρεατίτιδα). Οι λιποπρωτεΐνες είναι αρνητικά αντιδρώσες παράμετροι οξείας φάσεως και οι συγκεντρώσεις τους μειώνονται εντός 24 ωρών από σοβαρό οξύ stress.
7. Τα επίπεδα χοληστερόλης σε όρθια θέση είναι 8%-12% υψηλότερα από τις τιμές σε ύπτια θέση, λόγω μείωσης του ενδαγγειακού υγρού που διαρρέει στον διάμεσο χώρο.
8. Σε παιδιά και εφήβους με οικογενειακό ιστορικό είτε πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου, είτε σημαντικής υπερχοληστερολαιμίας, είναι λογικό να μετράται ένα προφίλ λιποπρωτεϊνών νηστείας ή μη νηστείας ήδη από την ηλικία των 2-3 ετών για την ανίχνευση οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας ή άλλων σπάνιων μορφών δυσλιπιδαιμίας.
9. Σε παιδιά και εφήβους που διαπιστώνεται ότι έχουν μέτρια ή σοβαρή υπερχοληστερολαιμία, είναι λογικό να διεξάγεται αντίστροφος διαγνωστικός έλεγχος των μελών της οικογένειας, ο οποίος περιλαμβάνει έλεγχο χοληστερόλης σε συγγενείς πρώτου, δεύτερου και, όταν είναι δυνατόν, τρίτου βαθμού, για την ανίχνευση οικογενών μορφών υπερχοληστερολαιμίας.
10. Σε παιδιά και εφήβους με παχυσαρκία ή άλλους μεταβολικούς παράγοντες κινδύνου, είναι λογικό να μετράται ένα προφίλ λιπιδίων νηστείας για την ανίχνευση διαταραχών, ως συστατικών του μεταβολικού συνδρόμου.
11. Σε παιδιά και εφήβους χωρίς καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου ή οικογενειακό ιστορικό πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου, είναι λογικό να μετράται ένα προφίλ λιπιδίων νηστείας ή η non- HDL-C χωρίς νηστεία μία φορά μεταξύ των ηλικιών 9 και 11 ετών και ξανά μεταξύ των ηλικιών 17 και 21 ετών, για την ανίχνευση μέτριων έως σοβαρών διαταραχών των λιπιδίων.
12. Ένας στόχος LDL-C <100-110 mg/dL θεωρείται «αποδεκτός» για παιδιά και εφήβους, με τα 110 έως 129 mg/dL να θεωρούνται «οριακά» και τα 130 mg/dL ή περισσότερο να θεωρούνται «υψηλά».
